οικοδόμητρα

οικοδόμητρα
οἰκοδόμητρα, τὰ (Α)
αμοιβή κατασκευής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικοδομώ + επίθημα -τρα, πληθ. τού -τρον, που απαντά συχνά σε λ. οι οποίες δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. δίδακ-τρα, κόμισ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”